"Ο άνεμος αυξήθηκε σε ένταση και ούρλιαζε στα κατάρτια και στις κεραίες του ασυρμάτου σαν να υπήρχαν εκατοντάδες αγριεμένα θηρία κάπου κρυμμένα. Σήκωνε ολόκληρα στρώματα θαλασσινού νερού και μαστίγωνε τα πάντα στο πλοίο. Σε κτυπούσε με τέτοια δύναμη, που το πρόσωπό σου έκαιγε σαν να σε είχε πυροβολήσει κάποιος με σκάγια. Το πλοίο μας αγωνιζόταν να περάσει μέσα από ένα βαθύ, υγρό χαντάκι μεταξύ δύο κυμάτων που η κορυφή τους ήταν μερικά μέτρα ψηλότερη από την καπνοδόχο μας. Ενώ φαινότανε πιθανό το υγρό γκρίζο βουνό να καταρρεύσει επάνω μας και να μας πάρει όλους μαζί του, ο γερο-"Κουλουκουντής" γλιστρούσε προς τα πάνω και σκαρφάλωνε πλαγίως στην κορυφή του κύματος. Για μερικά δευτερόλεπτα, κάποιος φανταζότανε ότι είναι στην κορυφή ενός βουνού απ' όπου μπορούσε να δει τις αφρισμένες βουνοκορφές μιας ατέλειωτης οροσειράς, μέχρι όπου μπορούσε να φτάσει το μάτι σου...".